πολύτεκνος

πολύτεκνος
-η, -ο / πολύτεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών
νεοελλ.
(νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκνα («πολύτεκνος γενέθλη», Νόνν.)
αρχ.
(κυρίως ως προσωνυμία τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύτεκνος — bearing many children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεκνος — η, ο αυτός που έχει πολλά παιδιά, αλλ. πολυπαιδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύτεκνον — πολύτεκνος bearing many children masc/fem acc sg πολύτεκνος bearing many children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτεκνοτάτους — πολύτεκνος bearing many children masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέκνοις — πολύτεκνος bearing many children masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέκνου — πολύτεκνος bearing many children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέκνους — πολύτεκνος bearing many children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεκνα — πολύτεκνος bearing many children neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεκνε — πολύτεκνος bearing many children masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεκνοι — πολύτεκνος bearing many children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”